Η Νομική Υπηρεσία απέτυχε να πείσει το Ανώτατο Δικαστήριο ώστε να επιτραπεί η εισαγωγή συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης σε υπόθεση που αφορά παιδική πορνογραφία.
Με την αίτησή του, ο γενικός εισαγγελέας ζήτησε διάταγμα για να καταχωρισθεί συμπληρωματική ένορκη δήλωση λόγω ένστασης που έγινε από ύποπτο για έκδοση διατάγματος Certiorari ώστε να ακυρωθεί διάταγμα πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά του δεδομένα.
Η απορριφθείσα δήλωση
Το προσχέδιο της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, που τελικώς δεν εγκρίθηκε η εισαγωγή της, ανέφερε:
«Επιπλέον των όσων καταγράφονται στην ένορκη δήλωσή μου ημερ.19.9.22, αναφέρω ότι η πληροφορία που λήφθηκε από την Europol σε σχέση με τα στοιχεία και τις διευθύνσεις διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP Address) του προσώπου που προέβη στο «ανέβασμα» (uploading) αρχείων εικόνας παιδικής πορνογραφίας δεν στηρίχθηκε σε δεδομένα που λήφθηκαν παράνομα ή/και κατά παράβαση ατομικών δικαιωμάτων, ούτε αποτελούν προϊόν υποκλοπής ή/και επέμβασης στην ιδιωτική επικοινωνία του αιτητή.
Η πληροφορία, που προωθήθηκε στην Αστυνομία Κύπρου από την Europol περιείχε στοιχεία και δεδομένα τα οποία νομίμως συλλέγονται από την εταιρεία Google Ireland Ltd (Google) όταν προκύψει περιστατικό διακίνησης υλικού παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο.
Η εταιρεία Google, η οποία λειτουργεί την ομώνυμη μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο καθώς και άλλες ηλεκτρονικές πλατφόρμες, στο πλαίσιο της πολιτικής της για ασφαλή περιήγηση στο διαδίκτυο, για την οποία έκαστος χρήστης ενημερώνεται κατά την εγγραφή/δημιουργία λογαριασμού, προβαίνει σε αυτοματοποιημένο εντοπισμό και κατάργηση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο (CSAM - child sexual abuse material). Όταν εντοπιστεί υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (CSAM) από τις πλατφόρμες της Google, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση, αυτό καταργείται και η εταιρεία προχωρεί σε σχετική αναφορά στον οργανισμό NCMEC. Ο οργανισμός NCMEC λειτουργεί ως γραφείο συλλογής πληροφοριών και αποκλειστικό κέντρο
αναφοράς για ζητήματα που σχετίζονται με την εκμετάλλευση παιδιών. Μόλις ληφθεί μια αναφορά από τον NCMEC, αυτή προωθείται σε κρατικές διωκτικές αρχές σε ολόκληρο τον κόσμο. Επισυνάπτω, ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1, εκτύπωση από την επίσημη σελίδα της Google, όπου αναλύεται η πολιτική απορρήτου της εταιρείας.
Ενδεικτικό της εκστρατείας της Google για καταπολέμηση της παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο αποτελεί το γεγονός ότι μόνο για το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουλίου 2021 και Δεκεμβρίου 2021 έγιναν 458.178 αναφορές στον NCMEC. Επισυνάπτω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 2 τη σχετική Αναφορά Διαφάνειας (transparency report) της Google. Η πολιτική της εταιρείας εξηγείται και στην Αναφορά που δημοσιεύτηκε στο πλαίσιο συμμόρφωσής της με τον Κανονισμό(ΕΕ) 2021/1232 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3).
Ο οργανισμός NCMEC (National Center for Missing & Exploited Children) των ΗΠΑ, στο πλαίσιο του CyberTipline (εθνικό κεντρικό σύστημα αναφοράς παιδικής εκμετάλλευσης) που εξουσιοδοτήθηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο, επεξεργάζεται αναφορές σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας. Ο NCMEC εξετάζει αυτές τις αναφορές και τις κοινοποιεί σε κρατικές υπηρεσίες επιβολής του Νόμου (Law Enforcement Agencies).
Αναφορικά με την προκειμένη περίπτωση, η Europol προώθησε στον Κλάδο Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του αρχηγείου Αστυνομίας έξι αναφορές του NCMEC, όπου καταγράφονται οι πληροφορίες της Google για τα περιστατικά διακίνησης παιδικής πορνογραφίας με τα οποία σχετίζεται ο λογαριασμός του Αιτητή στην Google και το ύποπτο IP address, το οποίο, μέσω του επίδικου διατάγματος, ταυτοποιήθηκε με τον Αιτητή. Ο Αιτητής, δημιουργώντας τον λογαριασμό του στην Google, όπου καταχώρισε τα στοιχεία του, αλλά και κατά τη χρησιμοποίησή του και την πλοήγηση του στο διαδίκτυο μέσω της Google αποδέχτηκε τους όρους χρήσης και την πολιτική απορρήτου της εταιρείας».
Κατάχρηση και αργοπορία
Η πλευρά του υπόπτου ζήτησε να απορριφθεί το αίτημα του γενικού εισαγγελέα, επειδή ό,τι είναι επιτρεπτό να πράξει το Ανώτατο Δικαστήριο, «δεν μπορεί παρά να βασιστεί στα όσα είχε ενώπιόν του το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όταν εξέδιδε το επίμαχο διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα».
Επίσης, σημειώθηκε πως τα όσα επικαλείται η πλευρά του γενικού εισαγγελέα ήταν ήδη γνωστά, «… τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, όσο και κατά τον χρόνο καταχώρισης της ένστασης …», και αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος το υπόπτου για δίκαιη δίκη. Επίσης, είναι και καταχρηστική «… αφού είναι εντελώς αντίθετη με τη φύση της συγκεκριμένης (προνομιακής και εξαιρετικής) διαδικασίας …», αλλά και γιατί «… σκοπός της διαδικασίας εξέτασης αίτησης προνομιακού εντάλματος Certiorari είναι ο έλεγχος, σε σύντομο χρονικό διάστημα, της νομιμότητας της απόφασης ενός κατώτερου δικαστηρίου και όχι η απόδοση στον γενικό εισαγγελέα μίας δεύτερης ευκαιρίας να διορθώσει λάθη ή/και παραλείψεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος».
Όχι από το Ανώτατο
Ο δικαστής Ν. Σάντης στην απόφαση του απέρριψε το αίτημα του γενικού εισαγγελέα, αναφέροντας πως «απέτυχε (με κάθε σεβασμό) να συναρτήσει τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση με όσα θα μπορούσαν να θεωρηθούν αναγκαία για δίκαιη απόφανση επί των επίδικων θεμάτων. Η μνεία, απλώς, από τον γενικό εισαγγελέα, ότι οι θέσεις και ισχυρισμοί που θέλει να παραθέσει με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση «… είναι προφανές ότι σχετίζονται με το επίδικο ζήτημα και συγκεκριμένα με τις θέσεις/ισχυρισμούς του Καθ’ ου η Αίτηση/Αιτητή …», δεν αρκεί ως εκ της γενικότητάς της για να διαρθρώσει λελογισμένως και αντικειμενικώς τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου προς έγκριση της αίτησης». Και καταλήγει:« Ο γενικός εισαγγελέας δεν κατάφερε να καταδείξει ικανοποιητικώς όσα όφειλε για επιτυχία της αίτησης». Το Ανώτατο ενέκρινε την αίτηση της πλευράς του υπόπτου για κατάθεση αιτήματος για έκδοση Certiorari με στόχο να ακυρώσει το διάταγμα πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά του δεδομένα.
Τον ύποπτο εκπροσώπησαν οι δικηγόροι Γ. Νεάρχου και Στ. Δημητρίου του δικηγορικού γραφείου Hλίας Στεφάνου.